αποκρυσταλλώνω

αποκρυσταλλώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) кристаллизовать, кристаллизировать; 2) перен. находить нужную форму, формулировать;

αποκρυσταλλώνω γνώμη — приходить к какому-л. мнению;

αποκρυσταλλώνωώνομαι [-ούμαι] — кристаллизоваться; — выкристаллизовываться (тж. перен. )


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποκρυσταλλώνω" в других словарях:

  • αποκρυσταλλώνω — αποκρυσταλλώνω, αποκρυστάλλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκρυσταλλώνω — (Α ἀποκρυσταλλοῡμαι, όομαι) νεοελλ. 1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή 2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι (αρχ., ούμαι) κρυσταλλιάζω, παγώνω …   Dictionary of Greek

  • αποκρυσταλλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. δίνω σε κάτι κρυσταλλική μορφή: Άλλοτε πουλούσαν ζάχαρη αποκρυσταλλωμένη. 2. καταλήγω σε κάτι σαφές και οριστικό: Στο θέμα αυτό έχω πια αποκρυσταλλώσει γνώμη. Ουσ. αποκρυστάλλωση, η και αποκρυστάλλωμα, το ατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»